ατομίκευση

ατομίκευση
η
1. η πρόσκτηση ιδιοτήτων που κάνουν ένα έμβιο να διακρίνεται από την ομάδα στην οποία ανήκει
2. (για πρόσωπα) η εκούσια πρόσκτηση ηθικών και πνευματικών ιδιοτήτων που καθιστούν ένα άτομο ξεχωριστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατομικεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Α. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”